- καθυστερίζω
- καθυστερίζω (Μ)καθυστερώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑστερίζω (< ὕστερος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθυστεριζόντων — καθυστερίζω pres part act masc/neut gen pl καθυστερίζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυστερίζοντα — καθυστερίζω pres part act neut nom/voc/acc pl καθυστερίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυστερίζουσι — καθυστερίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθυστερίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυστερίζειν — καθυστερίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυστερίζοιτο — καθυστερίζω pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)